- νομιναλιστής
- ο, θηλ. νομιναλίστριαοπαδός τής θεωρίας τού νομιναλισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. nominaliste < λατ. nominal < nomen, -inis «όνομα» + -ιστής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νομιναλιστής — ο θηλ. ίστρια οπαδός της θεωρίας του νομιναλισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γκούντμαν, Νέλσον — (Nelson Goodman,1906 – 1998). Αμερικανός φιλόσοφος. Ο Γ. προσέγγισε τη φιλοσοφική αντίληψη της φαινομενοκρατίας και ήταν υπέρμαχος ενός υπερβολικού νομιναλισμού (ονοματοκρατίας), σύμφωνα με τον οποίο τα πράγματα, οι ποιότητες, ακόμα και οι… … Dictionary of Greek
νομιναλιστικός — ή, ό [νομιναλιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νομιναλισμό ή στον νομιναλιστή … Dictionary of Greek